- ζητητικῶν
- ζητητικόςdisposed to searchfem gen plζητητικόςdisposed to searchmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζητητικός — ή, ό (AM ζητητικός, ή, όν) [ζητητής] 1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι 3. το θηλ. η ζητητική το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek